- κατάπλασμα
- το, -ατοςέμπλαστρο, επίθεμα θεραπευτικό: Έβαλε κατάπλασμα από σιναπόσπορο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάπλασμα — plaster neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλασμα — το (AM κατάπλασμα, Α ιων. τ. καταπλαστύς, ή) [καταπλάσσω] ιατρ. θεραπευτικό επίθεμα, έμπλαστρο, σκεύασμα πολτώδες, που αποτελείται από ποικίλα φαρμακευτικά διαλύματα, περιβάλλεται από ύφασμα λεπτό και διαπερατό στην υγρασία και ενεργεί… … Dictionary of Greek
καταπλασμάτων — κατάπλασμα plaster neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλάσμασι — κατάπλασμα plaster neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλάσμασιν — κατάπλασμα plaster neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλάσματα — κατάπλασμα plaster neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλάσματι — κατάπλασμα plaster neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλάσματος — κατάπλασμα plaster neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλασμάτιον — καταπλασμάτιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κατάπλασμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπλασμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δωμάτ ιον, σωμάτ ιον)] … Dictionary of Greek
κυρβασία — κυρβασία, ιων. τ. κυρβασίη ἡ (Α) 1. είδος καλύμματος τού κεφαλιού με οξεία κορυφή, πιθ. η κίδαρις («Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πενηγυίας», Ηρόδ.) 2. κατάπλασμα για τους μαστούς τών γυναικών 3 … Dictionary of Greek